Δωριέας

Δωριέας
Δωριέᾱς , Δωριεύς
Dorian
masc acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δωριεύς ή Δωριέας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γιος του βασιλιά Αναξανδρίδη της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Όταν έγινε βασιλιάς o ετεροθαλής αδελφός του, Κλεομένης, ο Δ. έφυγε από τη Σπάρτη και επιχείρησε να ιδρύσει αποικία στη βόρεια Αφρική, κοντά στη …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα …   Dictionary of Greek

  • μαχατάς — (τέλη 3ου αι. π.Χ. – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Δωριέας ανδριαντοποιός. Έζησε την εποχή των Επίγονων ή στους πρώτους ρωμαϊκούς χρόνους. Είναι γνωστός από δύο επιγραφές, που βρέθηκαν στο ιερό του Απόλλωνα κοντά στο Ανακτόριο της Ακαρνανίας. Η μία από… …   Dictionary of Greek

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”